μεριάζω

μεριάζω
[μεριά]
1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.)
2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεριάζω — μεριάζω, μέριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεριάζω — μέριασα, μεριασμένος, παραμερίζω, υποχωρώ: Μέριασε, βράχε, να διαβώ (Αρ. Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”